Δεύτερη σελίδα

Εδώ θα βρείτε αυτό που εμείς επιλέξαμε και παρουσιάζουμε σαν...

Το άρθρο της μέρας

Σαμάνοι, θεοί και… φλιτζάνι
16 Φλεβάρη 2017 imerodromos
Στους Ζουλού κατά τη γέννα παρουσιάζεται, ενίοτε, μια γριά γυναίκα με τη μορφή φιδιού, ο εξευμενισμός της οποίας επιτάσσει πως πρέπει να θυσιαστεί μια κατσίκα ή κάποιο άλλο ζώο.

Στο Εκουαδόρ οι Χιβάρο αναγνωρίζουν τρεις ψυχές στους ανθρώπους. Οι Ινδουιστές διαφωνούν σχετικά με το αν ο Σίβα ή ο Βισνού είναι ο ύψιστος Κύριος και είναι πολλοί εκείνοι που έχουν πληρώσει με αίμα αυτή τη διαφωνία.

Οι καθολικοί με τους ορθόδοξους χριστιανούς τα έσπασαν (υποτίθεται) μετρώντας την αγία τριάδα –πάντα ακατανόητη– και διαφωνώντας για τον άζυμο ή ένζυμο άρτο. Τέτοιες γελοίες διαφορές υποτίθεται πως ήταν οι αιτίες σχεδόν δισχιλιόχρονου αιματοκυλίσματος των μαζών θυσία στον μολωχισμό του Γιαχβέ, του υιού Χριστού και του ανιψιού Μωάμεθ.

Σήμερα οι Εβραίοι προσεύχονται μπροστά στο Τείχος των Δακρύων, υποτιθέμενο απομεινάρι του δεύτερου ναού της Ιερουσαλήμ, αφήνοντας στις σχισμές σημειώματα με επιθυμίες και παρακλήσεις προς τον Γιαχβέ.

Η επίσκεψη του εκάστοτε πάπα οπουδήποτε επί γης, θεωρείται μέγα γεγονός και συναθροίζονται 200.000 προσκυνητές. Φόρο τιμής στον εκάστοτε σταρ με το γυάλινο κλουβί, που δεν έχει αποκηρύξει ακόμη, αυτός και οι όμοιοί του, το Ολοκαύτωμα και που σ’ έναν ορθολογικό κόσμο θα τον συλλάμβαναν για την απάτη και τις πλάνες που προσφέρει στον κόσμο.

Οι μουσουλμάνοι του Ισλάμ, που είναι θρησκεία αλλά και νομικό και πολιτικό σύστημα, προσεύχονται καθημερινά πέντε φορές προς την κατεύθυνση της Μέκκας, την οποία καλά θα κάνουν να επισκεφτούν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, πριν τραβήξουν το δρόμο για το επέκεινα και το μουσουλμανικό παράδεισο με τα ρύζια και τα καλλίγραμμα ουρί.

Μεταξύ των παραπάνω αλλά και των Φιλιππινέζων, που αναπαριστούν ρεαλιστικά τη σταύρωση και των ανδρών της φυλής Σούρμα με τις βίαιες μονομαχίες, η όλη διαφορά εξαντλείται στη γεωγραφική απόσταση.

Στον 21ο αιώνα στην Ιταλία επικηρύσσουν τις μαύρες γάτες. Στην Ελλάδα κι αλλού, καταπολεμούν την ξηρασία με λιτανείες, άλλοι απελπισμένοι τραβάνε γονατιστοί προς διάφορες παναγίες, προσκυνάνε εικόνες, αλλά και παντόφλες, πτώματα θαυματουργά και σκηνώματα τιμώνται ως αρχηγοί κράτους. Πολλές σχέσεις δεν ευοδώνονται λόγω αστρολογικών διαφορών. Το φλιτζάνι δίνει και παίρνει. Κι οι απατεώνες κυκλοφορούν ελεύθεροι. Είτε πρόκειται για πτωματολάγνους ρασοφόρους, αστρολόγους, μάντεις ή καφετζούδες.

Τι σημαίνουν τα ανωτέρω και τόσα άλλα ακόμη που φαίνεται να χλευάζουν την ανθρώπινη νοημοσύνη; Πώς καταλήξαμε σε όλα αυτά τα πολύτιμα (χρυσά, αργυρά κ.α.) αναθήματα που κρέμονται εν είδη πυκνού σύννεφου από την οροφή της παναγίας της Τήνου ή τοποθετούνται με τάξη στις “θαυματουργές” εικόνες ανά την επικράτειά μας; Στα χαμηλής αισθητικής έως κακόγουστα, τις περισσότερες φορές, εξωτερικά και εσωτερικά των εκκλησιών που γεμίζουν τις πόλεις μας; Κι οι καμπάνες τις Κυριακές διακόπτουν τον ύπνο δικαίων και αδίκων – δίκην τιμωρίας, ίσως, για τους ανεκκλησίαστους κι ως εκδήλωση φθόνου κι αγανάκτησης για το ολιγάριθμο και υπερήλικο ακροατήριό τους.

Σ’ ένα χρονικό σημείο της εξέλιξης του ανθρώπου εμφανίστηκαν οι δαίμονες, τα τέρατα και οι θεοί. Αφού όλες αυτές οι περίεργες πεποιθήσεις και πρακτικές δεν υφίσταντο ανέκαθεν – ανεξάρτητα απ’ ό,τι υποστηρίζουν οι οπαδοί τους, κι αυτά τα μυθικά πλάσματα δεν υπήρξαν ποτέ, πρέπει να επινοήθηκαν είτε σκόπιμα είτε ακούσια. Όχι όμως αναίτια και οπωσδήποτε οι ιστορίες περί αυτών έπρεπε να διαιωνιστούν σκόπιμα και με την πάροδο του χρόνου να εμπλουτιστούν και να προσαρμοστούν, όσο αυτό ήταν δυνατόν, στα νέα δεδομένα.

Εκκινώντας από τις μυθολογίες και προχωρώντας προς τις οργανωμένες θρησκείες, όταν η οικονομική βάση των κοινωνιών τις επέβαλε – πρόκειται για μία πολύ ακριβή διαδικασία, που δεν εφείσθη οικονομικών πόρων, θυσιών και θυμάτων και που δε γίνεται να μην έχει κάποιο σκοπό. Επιμένοντας λίγο στο παραπάνω, όλες αυτές οι νύμφες, οι νεράιδες, τα ξωτικά, οι δαίμονες, τα τέρατα και οι θεοί που συνωστίζονται στις μυθολογίες, στις δοξασίες και τις θρησκείες κάθε λαού δεν είναι, κατ’ αρχήν, παρά οι φανταστικοί απόγονοι μιας υπερευαίσθητης τάσης να βλέπουμε εμπρόθετους φορείς όπου υπάρχει κάτι που μας παραξενεύει ή μας φοβίζει. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν τεράστιο υπερπληθυσμό ιδεών και δοξασιών, σχετικά με αυτού του είδους τους φορείς, που στην πλειονότητά τους είναι πολύ βλακώδεις για να κερδίσουν την προσοχή μας ή, πολύ περισσότερο, να επιζήσουν. Απ’ όλες αυτές, κάποιες ελάχιστες καλοσχεδιασμένες ιδέες επιβιώνουν στον ανταγωνισμό, μεταλλάσσονται και βελτιώνονται στην πορεία, του κοινωνικοοικονομικού περίγυρου επιτρέποντος. Όσες διαδίδονται και αποτυπώνονται στη μνήμη είναι οι ενδυναμωμένοι νικητές δισεκατομμυρίων ανταγωνιστών για μια θέση στον εγκέφαλο των προγόνων μας και κατ’ επέκταση και στους δικούς μας.

Αναλογιστείτε την πλήρη άγνοια του πρωτανθρώπου. Την αδυναμία του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης, την προσπάθειά του να επιζήσει έναντι των σαρκοβόρων της εποχής. Την ανάγκη του να αποδώσει σε κάποιον παράγοντα ακόμη και την επιτυχία του στο κυνήγι. Την αμηχανία του κατά την αυτοπαρατήρηση, το δέος στην αυτοσυνείδηση και τη συνειδητοποίηση του θανάτου.

Και σήμερα ακόμη, όλοι γνωρίζουμε τη δυσκολία μιας απόφασης ζωής. Το κάνω αυτό ή όχι; Μένω σ’ αυτή τη δουλειά ή πάω σε άλλη; Ακούω την «καρδιά» μου ή όχι; Πολλές φορές στρίβουμε ένα νόμισμα για να αποφύγουμε την ευθεία λήψη μιας απόφασης. Σε σοβαρότερα όμως ζητήματα, η προηγούμενη λύση φαντάζει πολύ επιπόλαιη. Χρειαζόμαστε κάτι ισχυρότερο που να επιλέξει, πιο τελετουργικό, πιο εντυπωσιακό, πιο πειστικό.

Ανάλογα τώρα με τις ιδιαιτερότητές μας, έχουμε να διαλέξουμε από ένα πλήθος βλακωδών τρόπων αναγωγής σημαντικών αποφάσεων σε μη ελέγξιμα εξωτερικά αίτια. Μπορούμε να ρίξουμε τα χαρτιά, να “διαβάσουμε” το χέρι, να χρησιμοποιήσουμε τη βελομαντεία (βέλη), τη ραβδομαντεία (ράβδους), την κληρομαντεία (οστά ή κάρτες). Επίσης την τεϊομαντεία (τσάι – βουνού ή όχι δεν έχει σημασία), την ηπατοσκοπία, τη σπλαχνομαντεία, τη μετωποσκοπία (ρυτίδες προσώπου). Μπορούμε ακόμη να αποφασίσουμε βάσει της μελέτης της συμπεριφοράς ορισμένων ζώων, με τη βοήθεια της νεφομαντείας και φυσικά της αριθμολογίας, της αστρολογίας, της χειρομαντείας… Να “διαβάσουμε” το φλιτζάνι. Να παρακαλέσουμε ένα θεό, να τάξουμε σ’ έναν άγιο και να προστρέξουμε σε ιερομαντεία και ναούς.

Καταφεύγοντας σε τέτοιες μεθόδους, πετυχαίνουμε κάτι που είναι και το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του ανορθολογισμού: μειώνουμε την ευθύνη στη λήψη αποφάσεων, απαλλασσόμαστε από τον κόπο υλοποίησής τους κι ελαττώνεται η πίκρα από λάθος επιλογές.

Σ’ εκείνες τις εποχές, επίσης, δεν υπήρχε η δυνατότητα στους ανθρώπους να αντιληφθούν την έννοια του τυχαίου. Τίποτα γι’ αυτούς δεν μπορούσε να συμβεί έτσι επειδή έτυχε, αλλά τα πάντα σήμαιναν κάτι το οποίο αγνοούσαν κι έπρεπε να του αποδοθεί μια σημασία. Πριν την ανακάλυψη του τυχαίου ήταν σημαντικό να πιστεύουν πως κάποιος κάπου ήξερε ποιο είναι το σωστό και να το λέει. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η μαντική και οι μπαρουφολογίες προσφέρουν ανακούφιση σε πολλούς ανθρώπους και τους κάνουν να νιώθουν καλύτερα σε κομβικά σημεία της ζωής τους και σε κοινωνικές κρίσεις.

Η αδυναμία, παράλληλα, του ανθρώπου να κατανοήσει και να παρέμβει στα φυσικά φαινόμενα επιδείνωνε την εξάρτησή του στις προαναφερόμενες μεθόδους, διασκεδάζοντας την παρεμβατική αδυναμία του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης.

Για να παίρνουμε όμως αποφάσεις, πρέπει να παραμένουμε υγιείς κι αυτό δε γινόταν πάντα με την επιστήμη, διότι απλώς απουσίαζε. Έτσι, το πλήθος των δαιμόνων και των τεράτων, συνεπικουρούμενο από δημόσιες τελετουργίες και χρήση θεραπευτικών βοτάνων, ανακούφιζε και πολλές φορές θεράπευε από ασθένειες. Αυτή η τελετουργική θεραπεία είχε πράγμα τι αποτελέσματα σε ασθένειες επιδεκτικές στη θεραπεία με placebo όπως είναι το ψυχολογικό στρες και οι δοκιμασίες και οι πόνοι της γέννας.

Με την πάροδο των χρόνων, δημιουργήθηκαν ισχυρές εξελικτικές και κοινωνικές πιέσεις για τη βελτίωση κάθε θεραπείας (πολιτιστικά μεταδιδόμενης) και μιας επιδεκτικότητας στη θεραπεία (γενετικά μεταδιδόμενης) που θα μπορούσε να βελτιώσει το αποτέλεσμα.

Αυτές λοιπόν οι τελετουργίες και οι λαϊκές δοξασίες οι σχετικές με θεότητες ή υπερφυσικούς προγόνους, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε παραδοσιακή θρησκεία, αποτέλεσαν –του κοινωνικού-οικονομικού υπόβαθρου επιτρέποντος πάντα– τη βάση για τη δημιουργία και την ανάπτυξη των οργανωμένων θρησκειών και της εξάπλωσης της μεταφυσικής εν γένη.

Οι τελετουργικές επαναλήψεις, η πολυσυνδετικότητα των συμμετεχόντων και η συλλογική μνήμη κατάφεραν, ως ο καλύτερος τρόπος, τη διασφάλιση της αντιγραφικής πιστότητας και την προσαρμογή των δοξασιών στις κατά καιρούς επιταγές των αναγκών της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλες τις θρησκείες οι οπαδοί τους συγκεντρώνονται κατά περίπτωση σε συλλογικές τελετουργίες, διαδικασίες-κλειδί για την ενίσχυση της μνήμης, και είναι σίγουρο πως χωρίς τέτοιου είδους τελετουργίες οποιαδήποτε θρησκεία θα είχε εξαφανιστεί.

Από την αυγή της ταξικής κοινωνίας, η κάθε αρχή, και το κράτος αργότερα, παρενέβαινε μεταξύ των υπηκόων του και μιας μεταφυσικής θεότητας κατ’ εικόνα και ομοίωση της αρχής, η οποία και κέλευε υποταγή σ’ αυτήν. Μέσω αυτής της θεότητας έξω και πέρα από τόπο και χρόνο, το κράτος καλλιεργεί την υποτέλεια των υπηκόων του, προάγει την πίστη προς τους υπάρχοντες, κατά κανόνα άδικους θεσμούς και διαιωνίζει την κυριαρχία του, στηρίζοντας με τη σειρά του το ιερατείο που προάγει την πίστη προς τη θεότητα αυτή. Οι ταξικές – εκμεταλλευτικές σχέσεις είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των κοινωνιών και της εξουσίας τους. Κι η θρησκεία, δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτών των σχέσεων, το δεκανίκι αυτής της εξουσίας.

Σε μη ταξικές κοινωνίες η πίστη δεν είναι το συνηθέστερο φαινόμενο. Σε πλήθος από τέτοιες κοινωνίες που ελέχθησαν, μόνο το 35% περιλάμβανε στις παραδόσεις του τέτοιους θεούς κι αυτοί τις περισσότερες φορές… εισαγόμενοι, μέσω, έστω και του ελάχιστου, συγχρωτισμού με… πολιτισμένους. Όσο για τους αγροίκους μοναδικούς θεούς των Αβρααμικών (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός) θρησκειών και δημιουργούς του κόσμου, αυτοί είναι ανάγκη της επόμενης φάσης των κοινωνιών και ιδιαιτέρως των ποιμενικών, κατά την ύστερη φάση του δουλοκτητισμού. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση αυτών των κοινωνιών από την εκτροφή προβάτων τόσο και πιθανότερη η ανάδυση του θεού-τσοπάνη και πάντα αρσενικού. Γι’ αυτό και η Βίβλος (παλαιά διαθήκη) περιγράφει το θεό ως βοσκό (ποιμένα) κι εμάς, πολύ σωστά ως φαίνεται, πρόβατα (ποίμνιο).

Αναδύθηκαν αυτοί οι θεοί ως ανάγκη συσπείρωσης και επιβίωσης ολιγάριθμων και ημιάγριων κοινωνιών, πανταχόθεν βαλλόμενων από αντίστοιχες άλλες, σε μια προσπάθεια αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης αυτών των επιβουλών.

Σε επόμενο στάδιο, η αφομοίωσή τους από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η ανάδειξή τους σε καθεστηκυία ιδεολογία, προσφέροντας ένα ασύγκριτης ποιότητας και αποτελεσματικότητας όπλο επιβολής αλλά και συνοχής σε μια πολυάριθμη εθνοτική αυτοκρατορία που έπνεε τα λοίσθια, έφερε τα υπόλοιπα.

Χιλιάδες χρόνια αγαστής και πολύπλοκης διασύνδεσης ανάμεσα στο υπερβατικό και την κρατική εξουσία. Αλλάξτε το χαρακτήρα του κράτους, απαλείψτε το κέρδος  και εξαλείφεται η βάση για το υπερβατικό και την κάθε λογής μεταφυσική ανοησία. Εξαφανίστε το υπερβατικό και θα τρίξουν τα θεμέλια του ταξικού κράτους. Όση φαντασία κι αν διαθέτουμε, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τη ζωή των ανθρώπων της εποχής γέννησης του μονοθεϊσμού. Εργασία από ήλιο σε ήλιο σε καθεστώς δουλείας, καμία απόλαυση, ελάχιστη τροφή, πλήρης άγνοια, ειδικά για τις μάζες, κάθε πτυχής και φαινομένου της φύσης. Με προσδόκιμο ζωής τα τριάντα χρόνια και θύμα ο άνθρωπος και της πιο απλής ίωσης, χωρίς την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, ο θάνατος φάνταζε λύτρωση.

Μελετώντας σήμερα από απόσταση τη γέννηση και την εξάπλωση του χριστιανισμού, μπορούμε να πούμε, έστω και σχηματικά, πως πρόκειται για την προσαρμογή του μαχητικού ιουδαϊσμού στα συμφέροντα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ένα στοιχείο του ιουδαίο-χριστιανισμού, πασιφανές από οποιαδήποτε συγκριτική διαδικασία, είναι πως προβάλλει ως ο συγκερασμός των διαφόρων θρησκειών που επικρατούν την εποχή εκείνη ή είχαν προηγηθεί στην αχανή και παραπαίουσα αυτοκρατορία.

Ακόμη, ο χριστιανισμός έρχεται να ανακηρύξει θεόπνευστους τους αυτοκράτορες (φαινόμενο που επαναλήφθηκε στον αιώνα μας με την αγιοποίηση των Ρομανόφ) και κάθε εξουσία, ανεξαρτήτως του βαθμού εκμετάλλευσης που επιβάλλει στις μάζες και του τρόπου αναρρίχησης σ’ αυτήν. Αποδέχεται την ύπαρξη των εκμεταλλευτριών τάξεων, τις υπηρετεί και συντηρείται από αυτές, ευχόμενος απλά να είναι φιλάνθρωπες κατά την άσκηση της εξουσίας τους επί των καταπιεζόμενων. Κατά το χριστιανισμό, όλα τα δεινά που υφίστανται οι εκμεταλλευόμενοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εξόφληση του χρέους τους για το προπατορικό αμάρτημα και άλλες αμαρτίες που ο πάνσοφος θεός του επιβάλλει για τον εξαγνισμό μας. Ο χριστιανισμός κηρύσσει την υποταγή, τη δουλοπρέπεια, την αμορφωσιά, την περιφρόνηση του σώματος.

Στον 21ο αιώνα, με την επιστήμη να έχει πραγματοποιήσει άλματα, χωρίς στο διάβα της, να χρειάστηκε ή να συνάντησε θεούς,  εμείς κατατρυχόμαστε από θεότητες, δαίμονες και κάθε λογής παραλογισμούς που μας σερβίρουν επιτήδειοι απατεώνες, από καφετζούδες, ξεματιάστρες, χαρτορίχτρες και αστρολόγους, μέχρι παπάδες. Σε κάθε βήμα μας, ελλοχεύει ο σκοταδισμός, η απάτη, η βλακεία της μεταφυσικής. Θύματα μιας συνεχούς και διατεταγμένης προσπάθειας εξαπάτησης, αποβλάκωσης, έκπτωσης από διανοητικές ικανότητες και λειτουργίες. Που διαμορφώνει άβουλα, αμαθή, μισόζωα και μισάνθρωπα όντα, θύματα των γελοιωδέστερων δοξασιών και προκαταλήψεων, αλλά και, κυρίως, πειθήνιους υπόδουλους στα κέρδη της αστικής τάξης και των εντολοδόχων της. Για να εντείνει τη σύγχυση του υποκειμένου, να αμβλύνει την ικανότητα αντίστασής του, με απώτερο σκοπό να αποδεχτεί τη μοίρα του εκμεταλλευόμενου.

Κι όμως. Αντί όλοι αυτοί να καταδιώκονται, όχι μόνο αφήνονται να αλωνίζουν, αλλά και πριμοδοτείται η ύπαρξή τους στη ζωή μας και καθαγιάζεται το έργο τους. Για το σύστημα η γνώση και ο ορθολογισμός είναι επικίνδυνα και εξ’ αυτού ανεπιθύμητα φαινόμενα. Θέτουν ερωτήματα κι ενδεχομένως να εξάγουν και απαντήσεις.

Έτσι, στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες,  οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, ο σκοταδισμός και η κάθε λογής μεταφυσική ανοησία γίνονται χρόνο με το χρόνο όλο και πιο δελεαστικές και το τραγούδι των σειρήνων του παραλογισμού πιο εύηχο κι ελκυστικό. Κάθε φορά σε εποχές κρίσης, καθώς διακυβεύεται το παρόν και το μέλλον μας φαντάζει σκοτεινό, όταν αγωνιούμε για τη θέση μας στον κόσμο κι εμείς έχουμε απολέσει το σθένος να αγωνιστούμε, τότε τα φαντάσματα και οι προκαταλήψεις του παρελθόντος τείνουν να μας κατευθύνουν.

Κι η φλόγα του κεριού τρεμοπαίζει. Το λιγοστό φως της επιστήμης και του ορθολογισμού αχνοφέγγει. Πέφτει το σκοτάδι ενός νέου μεσαίωνα. Οι δαίμονες αρχίζουν να ξεσηκώνονται. Ίσως να μυρίσει και καμένη σάρκα. Λες κι η ανθρωπότητα παραδόθηκε να την εξαφανίσουν οι δυνάστες της.

Τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για «μεγάλο μέγεθος υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου»;

Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο αναφέρεται ως ένα βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία «το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και η αδυναμία ελεγχόμενης απαξίωσής του (π.χ. στη μορφή του υπερβολικού κρατικού χρέους) με ικανοποιητικό τρόπο από τις αστικές κυβερνήσεις σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα» (Θ. 1).

Ουσιαστικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου που το διαφοροποιεί απ' το χρήμα είναι η δυνατότητα αυτοαύξησής του. Ενα τσουβάλι χρήμα δεν συνιστά κεφάλαιο αφού δεν αυξάνεται, γίνεται κεφάλαιο μόνο αν επενδυθεί, είτε απευθείας στην παραγωγή και στο εμπόριο, είτε έμμεσα μέσω του δανεισμού.

Υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που δεν αποδίδει ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό κέρδους δίνει τη σχέση ανάμεσα στην υπεραξία που παράγεται και το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί και είναι το μοναδικό κριτήριο για τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Κεφάλαιο που «δεν αποδίδει» είναι τόσο κεφάλαιο που έχει ήδη επενδυθεί σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις όμως οι επενδύσεις δεν «βγάζουν» τα αναμενόμενα, όσο και κεφάλαιο για το οποίο δεν υπάρχουν ευκαιρίες τοποθέτησης, λιμνάζει, δεν έχει επενδυθεί.

Το μέγεθος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου εκφράζεται, στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, με διάφορες μορφές. Το χαμηλό ποσοστό κέρδους, δηλαδή το γεγονός ότι το κέρδος δεν είναι ικανοποιητικό για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και η ύπαρξη πληθώρας κεφαλαίου για δανεισμό οδηγεί σε χαμηλά επιτόκια (σχεδόν μηδενικά διατραπεζικά επιτόκια σήμερα).

Το κρατικό χρέος επίσης εκτινάσσεται τόσο λόγω της ευκολίας δανεισμού όσο και λόγω κεφαλαίων που μέσα απ' το κράτος επενδύθηκαν χωρίς να αποδίδουν και για να διασωθούν προβληματικές επιχειρήσεις και τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κρατικό χρέος, στη φάση της κρίσης, αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Εκφράζεται επίσης με τις προβληματικές τράπεζες αφού τα κεφάλαια που έχουν δανείσει και τα οποία έχουν επενδυθεί στην οικονομία δεν αποδίδουν το αναμενόμενο κέρδος και δεν μπορούν να αποπληρωθούν στις τράπεζες («κόκκινα» δάνεια) καθιστώντας αδύνατο να αποδώσουν οι τράπεζες το κεφάλαιο που έχουν «δανειστεί» οι ίδιες μέσω των καταθέσεων.

Εκφράζεται ακόμα με τα τεράστια αποθέματα μετρητών, τα οποία δεν επενδύονται παραγωγικά. Μόνο οι εταιρείες του δείκτη S&P500 (χωρίς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους - δείκτης που καταγράφει την πορεία των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου) έχουν περίπου 1,5 τρισ. δολάρια σε μετρητά.

Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί από τους βασικούς παράγοντες εκδήλωσης των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. Γι' αυτό όταν μιλάμε για καπιταλιστική οικονομική κρίση αναφερόμαστε σε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η κρίση, η απότομη δηλαδή διακοπή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα σε σχέση με πριν, οδηγεί στην απαξίωση κεφαλαίου, που ουσιαστικά αποτελεί τη μοναδική απάντηση στην υπερσυσσώρευση. Αυτό που εντοπίζουν οι Θέσεις ως πρόβλημα για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία είναι η αδυναμία ικανοποιητικής ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου. 4/01/2017
Η πολλαπλή χρησιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του αποδείχτηκαν μέσα σ' ένα χρόνο «πολυεργαλείο» για το κεφάλαιο και τις βλέψεις του.
Στηρίχτηκε απ' αυτό προκειμένου να αναλάβει τη διακυβέρνηση, με την προσδοκία να υλοποιήσει τα αντιλαϊκά μέτρα που οι προηγούμενοι αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν. Για να κάνουν δηλαδή τη βρώμικη δουλειά, «τρέχοντας» αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, αναγκαίες όμως για την κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.

Συνέβη περίπου αυτό που ομολόγησε ο Γ. Βαρουφάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Η ιστορία ξεκινάει από τον Ιούνη 2014, όταν ο κ. Σόιμπλε και κάποια κομβικά στοιχεία, αν θέλετε, της τρόικας έχασαν την εμπιστοσύνη τους στον κ. Σαμαρά. Ηξεραν ότι χρειάζεται ένα 3ο μνημόνιο, δεν εμπιστεύονταν μετά τις ευρωεκλογές ιδίως, παρά το δώρο της δήθεν εξόδου στις αγορές του Απριλίου, είδαν ότι η ΝΔ δεν τράβαγε και αποφάσισαν να διακινδυνεύσουν με μια ανατροπή του κ. Σαμαρά ή να αφήσουν τον κ. Σαμαρά στην τύχη του, ώστε να εκλεγούμε εμείς και να γίνει αυτό που έγινε, να περάσει το 3ο μνημόνιο με 250 ψήφους».
***
Ταυτόχρονα, η ανάδειξή του σε βασικό «παίχτη» του αστικού πολιτικού συστήματος υπηρετούσε άλλη μία αδήριτη ανάγκη του κεφαλαίου, την αποκατάσταση της ισορροπίας στο αστικό πολιτικό σύστημα μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Η ταχεία σοσιαλδημοκρατικοποίησή του και η ανασυγκρότηση του πόλου της σοσιαλδημοκρατίας πραγματώθηκε μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, όπου βρήκαν φιλόξενη στέγη στελέχη και παράγοντες του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί σαν καταλύτης για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, ώστε να είναι σε θέση να εγγυάται την εναλλαγή στη διαχείριση και την απρόσκοπτη εφαρμογή της πολιτικής που έχει ανάγκη το κεφάλαιο. Οι εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία βεβαιώνουν ότι και σε αυτό το πεδίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε χρήσιμος στο σύστημα.
***
Εκείνο το στοιχείο, όμως, που έκανε την αστική τάξη να ποντάρει πάνω του, ήταν οι διαβεβαιώσεις που της παρείχε για την ικανότητά του να χειραγωγήσει το λαό στα προτάγματά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέχτηκε και για να υπονομεύσει το εργατικό - λαϊκό κίνημα, να το αποπροσανατολίσει με κάλπικα διλήμματα τύπου «μνημόνιο - αντιμνημόνιο».

Να εξαερώσει τη δυναμική που είχε αναπτύξει, να ανακόψει τον όποιο ριζοσπαστισμό είχε αναπτυχθεί και να εγκλωβίσει την πάλη στην αδιέξοδη προσμονή της κυβερνητικής εναλλαγής αρχικά και αργότερα στην έκβαση της διαπραγμάτευσης.

Έτσι, το κόμμα που ζήτησε απ' το λαό να το στηρίξει για να αντιπαλέψει τα μνημόνια, έφτασε να του ζητά τη στήριξη σε μια διαπραγμάτευση για την υπογραφή νέων μνημονίων και σήμερα τη συναίνεσή του στην υλοποίηση παλιών και νέων μνημονίων!
Αυτά μπορεί να ήταν τα άμεσα, αλλά δεν ήταν τα μόνα πεδία όπου ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο σύστημα. Αξιοποιήθηκε για την αμαύρωση κάθε σκέψης για ρήξη με το κεφάλαιο και της σοσιαλιστικής προοπτικής, την οποία επικαλούταν και συνεχίζει να επικαλείται ως «απώτερο στόχο».

Αξιοποιήθηκε για να καλλιεργήσει σε μαζική κλίμακα την απογοήτευση και το συμβιβασμό. Δεν είναι μόνο ότι υπερασπίστηκε τη λογική του ευρωμονόδρομου, το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης ως στόχο που θα φέρει τη διέξοδο για το λαό, όταν για λογαριασμό αυτού του στόχου σήμερα τσακίζονται εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.

Δεν είναι μόνο ότι συνηγόρησε στο ότι είναι μονόδρομος για το λαό η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου, δικαιώνοντας την αντιλαϊκή πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Είναι ότι με τη συνολική του στάση τού έδωσε «πάτημα» σε ισοπεδωτικούς ισχυρισμούς όπως «όλοι ίδιοι είστε», «την είδαμε και την αριστερά» κ.ά., όπως παλιότερα το ΠΑΣΟΚ με τη στάση του είχε συμβάλει να ταυτιστεί ο σοσιαλισμός με την πολιτική διαχείριση του καπιταλισμού που άσκησε τη δεκαετία του 1980, τη διαφθορά και τα σκάνδαλά του.
***
Ακόμα και σήμερα που οι μάσκες έχουν πέσει, εξακολουθεί να προσφέρει υπηρεσίες στο κεφάλαιο. Οχι μόνο υλοποιώντας τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις που αυτό χρειάζεται για να θωρακίσει μια προοπτική ενίσχυσης κερδών και ανταγωνιστικότητας, αλλά και παίζοντας τον εποικοδομητικό του ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα, διαμορφώνοντας κριτήρια υπεύθυνης αντιπολίτευσης, τα οποία απευθύνει στα άλλα κόμματα της διαχείρισης, με το βλέμμα όμως στραμμένο στις λαϊκές συνειδήσεις. 

Έτσι, δηλώνει «κάναμε κι εμείς λάθη ως αντιπολίτευση», καλώντας τη σημερινή αντιπολίτευση να μην τα επαναλάβει, αλλά να περιοριστεί στην κατάθεση προτάσεων. Οι περιστάσεις, άλλωστε, απαιτούν να εκπέμπονται στο λαό σήματα ενιαίας στάσης, να «εκπαιδεύεται» σε εξίσου «υπεύθυνη» συμπεριφορά, δηλαδή σε υποταγή στο σύστημα που τον γονατίζει.
Για όλα αυτά και άλλα το σύστημα τον χρειάζεται και γι' αυτό τον καλούν, παρά την κριτική - πολλές φορές δριμεία - που του ασκούν ορισμένοι εκπρόσωποί του, να τελειώσει τη δουλειά που έχει ξεκινήσει, να προχωρήσει μέχρι τέλους. Ριζοσπάστης 26/01/2016


Η Οχτωβριανή Επανάσταση μας καθοδηγεί και μας εμπνέει

Η επανάσταση του Οχτώβρη του 1917 δικαιολογημένα αποκλήθηκε γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Επιβεβαιώνει πλήρως το χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα και ρεαλιστικότητα του σοσιαλισμού, τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η νίκη της αντεπανάστασης το 1991 και μετά δεν ήταν ένα αναπόφευκτο γεγονός. Δεν είναι της παρούσης ομιλίας αντικείμενο η ανάλυση των αιτιών της αντεπανάστασης, απλά να κρατήσουμε ένα ζήτημα: Οταν παραβιάζονται οι νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν διορθώνονται έγκαιρα τα θεμελιακής σημασίας λάθη, τότε το πισωγύρισμα γίνεται αναπόφευκτο.
Η επικαιρότητα της λενινιστικής στρατηγικής συνίσταται στο γεγονός ότι - παρά τις αρνητικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο συσχετισμό δυνάμεων στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα - διανύουμε την ίδια ιστορική εποχή. Παραμένει ως καθήκον για το Κομμουνιστικό κόμμα αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η αναγκαιότητα του «Κόμματος Νέου Τύπου»
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη θεωρία του Κόμματος Νέου Τύπου μελετώντας τη μαρξιστική θεωρία, το ρόλο της εργατικής τάξης στις αστικές επαναστάσεις του 18ου και κυρίως του 19ου αιώνα, την πείρα της Παρισινής Κομμούνας, σε αντιδιαστολή με τα αντεπαναστατικά, οπορτουνιστικά και τελικά αστικά κόμματα που προέκυψαν από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ιδιαίτερα της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, τα οποία μεταβλήθηκαν σε πυλώνα του αστικού συστήματος και σε εχθρό της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Οταν ο Λένιν έκανε πολεμική στον οπορτουνισμό και βεβαίως και στην αστική ιδεολογία και πολιτική περιποιούνταν με ηχηρούς χαρακτηρισμούς τους ηγέτες τους. Ομως, σε καμία περίπτωση δεν περιοριζόταν στο ρόλο των προσώπων, ούτε ανήγαγε τη στάση τους ως ένα στενά ηθικό ζήτημα. Ανέδειξε τη σχέση του ιμπεριαλισμού με τον οπορτουνισμό, επιβεβαιώθηκε σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ότι ΚΚ και οπορτουνισμός είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους.
Ο Λένιν ταύτισε το Κόμμα Νέου Τύπου με το κόμμα της κοινωνικής επανάστασης σε αντίθεση με αντιλήψεις που πρότειναν ένα κόμμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Πήρε υπόψη τη διαπάλη ανάμεσα σε ομάδες μαρξιστών που διεξαγόταν στη Ρωσία, αλλά και την πείρα του εκφυλισμού της Β΄ Διεθνούς, κατά τη διάρκεια που κυοφορούνταν ο Πρώτος Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος.
Το ζήτημα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» εκφράζει την αντίθεση καπιταλισμός - σοσιαλισμός την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αποτυπώνει με σαφήνεια τα αντιδιαμετρικά, ασυμφιλίωτα συμφέροντα των δύο βασικών τάξεων, της αστικής και της εργατικής. Στις μέρες μας, στην Ελλάδα και γενικότερα στην ΕΕ και το ΔΝΤ το ζήτημα των αστικών μεταρρυθμίσεων εμφανίζεται ως το φάρμακο κατά της λιτότητας και της ύφεσης με συγχορδία όλων των αστικών κομμάτων και του σοσιαλδημοκρατικοποιημένου ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντίθεση επανάσταση ή μεταρρύθμιση εκφράζεται και στις γραμμές του εργατικού κινήματος ως αντίθεση της ταξικής γραμμής με την αστική, τη ρεφορμιστική και την οπορτουνιστική. Ο στόχος των τελευταίων είναι ένας: Η πολύπλευρη χειραγώγηση, ώστε το εργατικό κίνημα, το λαϊκό κίνημα να περιορίζονται στα στενά όρια της γραμμής πίεσης για καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, για κάποια ψίχουλα που θα πέσουν από το τραπέζι των μονοπωλίων, να αποδέχονται βουβά την κατάργηση των κατακτήσεων σε συνθήκες κρίσης. Οι αστικές, μικροαστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις, ανεξάρτητα από τις διαφορές και ανταγωνισμούς στο επίπεδο των πολιτικών τους φορέων, προβάλλουν ότι η λαϊκή κυριαρχία πραγματοποιείται με τις εθνικές εκλογές, επομένως δεν έχει σημασία η εξωκοινοβουλευτική πάλη, η ταξική πάλη, ανάλογα, θεωρείται εχθρική ή ανεδαφική.
Ακόμα και μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης, αρκετά κομμουνιστικά κόμματα, στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δεν είχαν ακόμα επαρκώς ιδεολογικοπολιτικά «απογαλακτιστεί» από τις προϋπάρχουσες παρεκκλίσεις στο πλαίσιο της 2ης Διεθνούς, δρούσαν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, ακόμα παράνομες και μισοπαράνομες, κάτω δηλαδή από ιδιαίτερη πίεση, χωρίς όμως να σημαίνει ότι η παρέκκλιση ήταν αναπόφευκτη.
Αν οι πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα αποδείχνουν πόσο βασανιστική είναι η πορεία από το αυθόρμητο στο συνειδητό, από την άγνοια ή την ημιμάθεια, όσον αφορά στη θεωρία μας προς τη βαθιά γνώση και δημιουργική αφομοίωσή της, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, και ιδιαίτερα μετά τη νίκη της αντεπανάστασης, δεν υπάρχουν δικαιολογίες.
Ο Λένιν ανέδειξε ότι η εργατική τάξη από μόνη της, δίχως την πολιτική - ιδεολογική καθοδήγηση του Κόμματος, περιορίζεται σε συνδικαλιστικούς αγώνες, άρα χωρίς επαναστατικό κόμμα με επαναστατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να υπάρξει νικηφόρο επαναστατικό κίνημα, ακόμα όταν ο συσχετισμός δυνάμεων είναι σχετικά ευνοϊκός.
Η αστική τάξη έχει διαχρονικά αποδείξει την ταξική διορατικότητά της απέναντι στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το έβλεπε και θα το βλέπει, όσο υπάρχει ως κυρίαρχη τάξη, απειλητικό για την εξουσία και την κυριαρχία του κεφαλαίου, ακόμα στις πολύ ευνοϊκές συνθήκες γι' αυτήν.
Γι' αυτό και χάιδεψε, σε πολλές περιπτώσεις, τα Κομμουνιστικά Κόμματα, που εγκατέλειψαν την επαναστατική στρατηγική, καθώς αυτά μπορούν να κάνουν τη δουλειά των αστικών κομμάτων (όταν αυτά έχουν χάσει την ικανότητα να ποδηγετούν όπως πριν), δηλαδή να κρατήσουν την εργατική τάξη μακριά από πραγματικές ριζοσπαστικές διεκδικήσεις, προπάντων μακριά από τη διαδικασία συνειδητοποίησης της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας και της αναγκαιότητας να πάρει την εξουσία στα δικά της χέρια.
Ενα από τα συκοφαντικά και αποπροσανατολιστικά όπλα που χρησιμοποιούν οι κάθε λογής οπορτουνιστές, είναι ότι το ΚΚΕ ως κόμμα νέου τύπου ενδιαφέρεται για το επαναστατικό, το σοσιαλιστικό αύριο, και δεν κάνει, τάχα, κάτι το σοβαρό, δεν παίρνει πρωτοβουλίες για τη λαϊκή ενότητα. Αυτή η κριτική τους απέχει από την πραγματικότητα όσο το ζενίθ από το ναδίρ. Εκατό σχεδόν χρόνια, το Κόμμα μας δεν έπαψε να παλεύει και να καταθέτει αμέτρητες θυσίες για τα οικονομικά, κοινωνικά δικαιώματα του λάου, για την απελευθέρωση από την ξενική κατοχή, κατά της δικτατορίας, των μνημονίων κ.λπ.
Για ένα πράγμα μας κατηγορούν: Γιατί δεν γινόμαστε ουρά της αστικής τάξης, της αστικής διαχείρισης. Τα ίδια με άλλον τρόπο λένε και τα αστικά κόμματα, ότι το ΚΚΕ ενδιαφέρεται μόνο για την επανάσταση γι' αυτό και λέει όχι σε όλα.
Αυτό που ενοχλεί είναι ότι εμείς δεν περιοριζόμαστε σε έναν αγώνα οπισθοφυλακής, αλλά επιδιώκουμε να είμαστε εμπροσθοφυλακή και στους καθημερινούς αγώνες, αλλά και στη διαδικασία πολιτικοποίησής τους. Πολιτικοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, χωρίς τη ζύμωση για την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας, χωρίς με σχέδιο ιδεολογικοπολιτικής δράσης, να συγκεντρώνονται δυνάμεις γι' αυτό το σκοπό, μέσα στους καθημερινούς αγώνες.
Ο αγώνας που κατευθύνεται στο σοσιαλισμό, ο ίδιος ο σοσιαλισμός δεν είναι για μας ένα εικόνισμα, ένας αόριστος «τελικός» σκοπός, που κάπου κάποτε θα έλθει από μόνος του. Απαιτείται επαναστατική στρατηγική που στηρίζεται στο χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η αδιαπραγμάτευτη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο και πολιτικό καθεστώς, ότι το Κόμμα δεν συμμετέχει σε αστικές κυβερνήσεις, σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Η επαναστατική στρατηγική απαιτεί κόμμα με ανάλογες αρχές και κανόνες λειτουργίας, που προκύπτουν όχι μόνο από την ανάγκη της ενιαίας δράσης ή πώς θα εκλέγονται τα όργανα, αλλά αρχές και κανόνες λειτουργίες που καθιστούν το ΚΚΕ πραγματική οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, της τάξης που δεν είναι μόνο εκμεταλλευόμενη αλλά και τάξη που θα απελευθερώσει την ελληνική κοινωνία από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ως τάξη εξουσίας. Οι αρχές και κανόνες λειτουργίας απηχούν τις απαιτήσεις της ασυμφιλίωτης αντιπαράθεσης με την αστική τάξη, τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, τους διακρατικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, για να μιλήσουμε με όρους του σήμερα.
Τα διδάγματα για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η εξαιρετική επικαιρότητά τους
Αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελεί η στάση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα αν το Κομμουνιστικό Κόμμα δρα σε χώρα όπου το ιμπεριαλιστικό κράτος είναι επιτιθέμενο ή αμυνόμενο.
Ο Λένιν μπροστά στον επερχόμενο Πρώτο Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο έθεσε με νέο τρόπο το ζήτημα της στρατηγικής, της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης. Κατέδειξε ότι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ειδικά όταν φτάνουν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρέπει να αξιοποιείται από το προλεταριακό κίνημα, για να σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον πιο «αδύνατο κρίκο της» ή στους πιο αδύνατους κρίκους.
Τα διαβρωμένα από τον οπορτουνισμό σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τις πολεμικές πιστώσεις, υποστήριξαν ανοιχτά τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις τους σε αντίθεση με τις αποφάσεις των Συνεδρίων της Β΄Διεθνούς της Στουτγάρδης τον Αύγουστο του 1907, της Βασιλείας τον Νοέμβρη του 1912, δηλαδή συντάχθηκαν με την προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο πλευρό των συμφερόντων της αστικής τάξης της χώρας τους. Το μόνο κόμμα που τήρησε τις αποφάσεις των δύο συνεδρίων ήταν οι μπολσεβίκοι, σ' αυτούς προστέθηκαν μεμονωμένοι κομμουνιστές βουλευτές σε άλλα κοινοβούλια. Οι μπολσεβίκοι πρόβαλαν το σύνθημα να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός ληστρικός και κατακτητικός πόλεμος στο μοναδικό δίκαιο πόλεμο, δηλαδή στον πόλεμο για την ανατροπή της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας, όπως ήταν το αίτημα του ψηφίσματος του Συνεδρίου της Στουτγάρδης και όπως επιβεβαιώθηκε στο Συνέδριο της Βασιλείας. Οι αποφάσεις υπογράμμιζαν το καθήκον των κομμάτων αυτών, να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη, λαϊκές μάζες να μην ξεσπάσει ο πόλεμος. Ομως από τη στιγμή που αυτός θα ξεκινούσε θα έπρεπε να γίνει αγώνας για τον γρήγορο τερματισμό του. Και, μάλιστα, να μη δεχτεί το εργατικό κίνημα τα νέα εδάφη, δηλαδή τις αγορές που είχαν αποσπασθεί ως κέρδος από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τις ιμπεριαλιστικές συμφωνίες. Ηταν καθαρό ότι ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος ήταν αξεχώριστοι μεταξύ τους.
Το μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά και τα Κομμουνιστικά Κόμματα που προέκυψαν ύστερα από την πλήρη διάσπαση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων καταδίκασαν τη συμφωνία των Βερσαλλιών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που άνοιγε το δρόμο για ένα νέο γύρο ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, όπως επιβεβαιώθηκε με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.
Η επεξεργασία της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος από τον Λένιν
Το 1905, ο Λένιν διεξήγαγε σκληρή διαπάλη με τους μενσεβίκους οπορτουνιστές που θεωρούσαν ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση είναι υπόθεση της αστικής τάξης, ότι αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία και ότι κάθε απόπειρα του προλεταριάτου και της αγροτιάς να θέσει ζήτημα εξουσίας θα φοβίσει την αστική τάξη, θα την απομακρύνει από την επανάσταση. Σε εκείνες τις συνθήκες ο Λένιν, επιζητώντας να μη γίνει η εργατική τάξη υποχείριο της αστικής, επεξεργάστηκε την «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», ώστε, ενώ δεν είχε πραγματοποιηθεί η αστικοδημοκρατική επανάσταση, να ωθηθούν τα πράγματα όσο γίνονταν πιο μπροστά.
Αυτή η επιλογή εγκαταλείφθηκε με τις «Θέσεις του Απρίλη» του 1917, γιατί το Φλεβάρη του ίδιου έτους η αστική τάξη πήρε την εξουσία στα χέρια της, επομένως το άμεσο καθήκον ήταν η προλεταριακή, η σοσιαλιστική επανάσταση.
Δυστυχώς, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα επεξεργάσθηκε διαφορετικές στρατηγικές για τα Κομμουνιστικά Κόμματα ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης του καπιταλισμού και τη θέση της χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, σε αντίθεση με το χαρακτήρα της εποχής. Αυτή η επιλογή κόστισε πολύ, κυρίως είχε μακροπρόθεσμη επίδραση, γεννούσε αντιφάσεις και συγχύσεις, καθώς υιοθετήθηκε η επαναστατική διαδικασία των δύο σταδίων, και στη συνέχεια διάφοροι τύποι εργατικών κυβερνήσεων και ενδιάμεσων, μεταβατικών πολιτικών καθεστώτων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ούτε περίεργο που οι σύγχρονοι οπορτουνιστές ασκούν πολεμική στο Κόμμα μας, γιατί αποκατέστησε τον επαναστατικό του χαρακτήρα με την κατάργηση των δύο σταδίων, στο 15ο Συνέδριο του 1996 και πιο ολοκληρωμένα στο 19ο Συνέδριο του 2013.
Οι «Θέσεις του Απρίλη» το 1917, που υιοθετήθηκαν ως πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος, έδιναν απάντηση για τα εξής:
Το δρόμο εξόδου από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Τη μορφή και το περιεχόμενο της προλεταριακής εξουσίας. Την πραγματοποίηση των πρώτων νομοτελειακών βημάτων προς την εδραίωση της εργατικής εξουσίας και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Την πάλη κατά της πείνας και της καταστροφής. Την πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης. Τις μορφές πάλης στις επαναστατικές συνθήκες. Τα οικονομικά αιτήματα των επαναστατών. Στο σχέδιο προγράμματος του κόμματος, με τίτλο «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας» (10 Απρίλη 1917), ο Λένιν έθεσε το ζήτημα της αλλαγής της ονομασίας του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό.
Ο Λένιν περιέγραψε πολύ γλαφυρά ποια είναι τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης:
1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους: η μια είτε η άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μην μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά.
2) Επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων.
3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση.
Μόνο σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας και ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων δημιουργούνται τέτοιες συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα και το εργατικό επαναστατικό κίνημα, πρέπει από πριν να είναι προετοιμασμένος - ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά - για το επαναστατικό άλμα προς την εργατική εξουσία. Να έχει την ικανότητα εκτίμησης της καλύτερης «στιγμής» για την «έφοδο», για την κατάληψη της εξουσίας, «ούτε πιο νωρίς, ούτε πιο αργά», όπως έλεγε ο Λένιν.
Ο λεγόμενος «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα»
Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης, ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα, αλλά και άλλες δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας και του σοσιαλισμού, υποστηρίζουν ότι ένας άλλος σοσιαλισμός είναι αναγκαίος, «ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα». Απορρίπτουν το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε ως πρώτη απόπειρα οικοδόμησης τον 20όαιώνα. Υποβαθμίζουν έως και αρνούνται την προσφορά του σοσιαλισμού τόσο στους λαούς των χωρών που επικράτησε και οικοδομήθηκε, όσο και παγκόσμια, ενώ δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, με όλα του τα λάθη και τις αδυναμίες, και στον καπιταλισμό όσο αφορά την επίλυση βασικών προβλημάτων και το διεθνιστικό ρόλο του.
Την ίδια ώρα αυτό που περιγράφουν ως «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» δεν απέχει από την αποπροσανατολιστική συνθηματολογία που τη γνωρίσαμε και στη χώρα μας, ελέω ΣΥΡΙΖΑ, περί της κοινωνίας που «ο άνθρωπος θα είναι πάνω από τα κέρδη». Αρα δεν πρόκειται για το σοσιαλισμό, αλλά για τον καπιταλισμό και μάλιστα όχι τον υπαρκτό αλλά τον ανύπαρκτο, αφού ο ύπατος νόμος του καπιταλισμού είναι η κερδοφορία.
Ταυτόχρονα, οι οπαδοί αυτής της ιδέας «του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», υποβαθμίζουν (αν δεν αρνούνται εντελώς) το ρόλο της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, αναφέρονται γενικά σε «νέα κινήματα», «νέα υποκείμενα πάλης», δεν αναγνωρίζουν την επαναστατική κατάσταση.
Δυστυχώς, μετά την αντεπανάσταση, σε συνθήκες όπου ο οπορτουνισμός είχε ήδη ενισχυθεί στις γραμμές του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, κάτω και από την πίεση του εγχώριου και του διεθνούς ταξικού αντιπάλου, προτίμησαν να ξεμπερδέψουν με το ερώτημα, τι συνέβη στις σοσιαλιστικές χώρες και επικράτησε η αντεπανάσταση. Εκείνη την περίοδο, βιαστικά, μια σειρά Κομμουνιστικά Κόμματα ξεμπέρδεψαν, με λίγες σελίδες, με επιφανειακά συμπεράσματα, πιάνοντας το ένα ή το άλλο στοιχείο του εποικοδομήματος, μεγεθύνοντας μερικά από αυτά τα στοιχεία, προβάλλοντάς τα ως παράγοντες του πισωγυρίσματος. Θυμίζω, ανάμεσα σε πολλές εξηγήσεις, ορισμένες που δόθηκαν ως πολύ βασικές: Οτι φταίει η γραφειοκρατία, ή ότι φταίει ότι δεν δόθηκε προσοχή στην τεχνολογία και σε προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης. Οτι φταίει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η κομματική νομενκλατούρα, ότι δεν λειτούργησε ο πολυκομματισμός κ.λπ.
Σήμερα, λοιπόν, όταν μιλάμε για τη στρατηγική, τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης πρέπει να παίρνουμε υπόψη την κριτική εξέταση της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Η αντικειμενική επιστημονική κριτική εξέταση, μακριά από μηδενισμό, λαθολογία, συναισθηματισμό, εμπειρισμό σημαίνει ότι αυτή βασίζεται στη μελέτη της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, στην ανάπτυξή της, στην πολιτική επεξεργασία των νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης. Από αυτήν τη σκοπιά μπορεί να αξιοποιηθεί το αρχειακό υλικό που είναι απαραίτητο να αποτελεί βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ο 20ός αιώνας έληξε χωρίς το σοσιαλιστικό σύστημα στην Ευρώπη, ενώ συνεχίζεται η διαδικασία της αντεπανάστασης και στις πρώτες 10ετίες του 21ου αιώνα, και πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για νέες αρνητικές εξελίξεις.
Είμαστε περήφανοι, γιατί σε δύο κρίσιμες φάσεις της κομματικής ζωής και γενικότερα του κινήματος στην Ελλάδα, το ΚΚΕ δεν δίστασε να δώσει μέχρι τέλους μάχη με τον οργανωμένο οπορτουνισμό, που έφτασε μέχρι την καθοδήγησή του, το 1968 σε συνθήκες δικτατορίας και το 1991 σε συνθήκες της αντεπανάστασης, κόντρα στο πιο ισχυρό ρεύμα πίεσης που γνώρισε ποτέ ένα Κομμουνιστικό Κόμμα.
Περηφάνια σημάνει αυτοπεποίθηση, δεν έχει καμία σχέση με την αυτάρκεια, την αυτοϊκανοποίηση, τον κομματικό εγωισμό, την αφ' υψηλού εκτίμηση καταστάσεων. Εχουμε πολύ δύσκολο δρόμο μπροστά μας.
Η μαρξιστική - λενινιστική κληρονομιά, η Οχτωβριανή Επανάσταση μας καθοδηγούν και μας εμπνέουν, αλλά αυτό δεν μειώνει σε τίποτε τις δικές μας ευθύνες να κατακτούμε και να αναπτύσσουμε την ικανότητά μας να υπηρετούμε τη στρατηγική μας μέσα από την προσπάθεια και επιμέρους στόχων, να κατακτάμε την ικανότητα σύνδεσης με τις εργατικές μάζες, να δημιουργούμε και να διευρύνουμε γερούς αγωνιστικούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της από τα ενδιάμεσα στρώματα, χωρίς να υποτασσόμαστε στη συνείδηση των μαζών.
Την επανάσταση δεν θα την επιταχύνει το ΚΚΕ, το ΚΚΕ οφείλει να προετοιμάζει την εργατική τάξη γι' αυτό το σκοπό, και να προετοιμάζεται το ίδιο να ανταποκριθεί σ' αυτό το καθήκον.
Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, το Σάββατο 7/11, σε εκδήλωση των κλαδικών Οργανώσεων της ΚΟ Κ. Μακεδονίας για τα διδάγματα του Οχτώβρη του 1917Ριζοσπάστης 22/11/15

Επικίνδυνα παιχνίδια
Σα να μην ξέρουν τίποτα για το φόνο, γεμάτοι έκπληξη για τον αυξανόμενο αριθμό των νεκρών, κυβερνητικά στελέχη και αρθρογράφοι στον αστικό Τύπο μιλούν και γράφουν αυτές τις μέρες με ιδιαίτερη ένταση για το Προσφυγικό προσπαθώντας να το χωρέσουν σε μια υπόθεση διαχείρισης που αυτή ή η άλλη επιλογή θα δώσει λύση στο πρόβλημα. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, γίνεται και προσπάθεια να υπάρχει εκμετάλλευση του Προσφυγικού για λύση άλλων προβλημάτων. 

Γράφει χαρακτηριστικά το «Βήμα της Κυριακής»: «Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι το Προσφυγικό δεν είναι μόνο πρόβλημα αλλά και μια ευκαιρία για την επανατοποθέτηση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή σκηνή και για την αναβάθμιση της γεωπολιτικής της αξίας». 

Στην ίδια εφημερίδα σε άλλο άρθρο γίνεται λόγος για την Ευρώπη που κινδυνεύει: «Με την προσφυγική κρίση και τα τείχη που ορθώνουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες χάνεται και η ισχύς της συνθήκης Σένγκεν και δι' αυτής η ελευθερία στην κίνηση προσώπων. Με άλλα λόγια η Ευρώπη χάνει βαθμιαία την ταυτότητά της (...) Χάνει και χάνεται μέσα σ' αυτόν τον διπλό κυκεώνα της οικονομικής υποχώρησης και της προσφυγικής ανόδου».

Ομως, ούτε οι πρόσφυγες έπεσαν από τον ουρανό ούτε η καπιταλιστική κρίση ξέσπασε στο κενό. Η συνεχιζόμενη αύξηση του αριθμού των προσφύγων έχει αιτία την ένταση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και γίνεται σε συνθήκες όξυνσης των μονοπωλιακών ανταγωνισμών. 

Η κατάσταση μπλέκεται κι άλλο καθώς και η διαχείριση του Προσφυγικού εντάσσεται όλο και περισσότερο στα επικίνδυνα για τους λαούς ιμπεριαλιστικά παιχνίδια σε μια περιοχή κρίσιμης γεωστρατηγικής σημασίας, που εκτείνεται από την Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και την Αφρική. 

Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αξιοποιήσει το Προσφυγικό για να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική θέση της αστικής τάξης στην περιοχή, το παζάρι που κάνει μπλέκοντας το Προσφυγικό με την επιδίωξη για χαλάρωση των μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας, μπλέκει τη χώρα σε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους, όπως, για παράδειγμα, ο κίνδυνος για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο μέσα από τις προωθούμενες κοινές με την Τουρκία περιπολίες κ.ά. 

Παράλληλα, και η τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει το μεγάλο αριθμό προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφός της για να αναβαθμίσει τη θέση της δικής της αστικής τάξης στην περιοχή. Οχι μόνο δεν συγκρατεί τις προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα αλλά τις ενισχύει. Η ανταπόκριση της ΕΕ σ' αυτήν την πίεση είναι άμεση, υπόσχεται ξεπάγωμα των διαδικασιών για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, με όποιες επιπτώσεις έχει αυτό και στο Κυπριακό.

Γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι το Προσφυγικό δεν είναι ένα απλό πρόβλημα «ανθρωπιστικής κρίσης», αλλά ένα σύνθετο πολιτικό ζήτημα με πολλές πλευρές, που καταδεικνύουν τις αντιφάσεις αλλά και τη σαπίλα του καπιταλισμού.

Με μια σειρά από αποφάσεις του τελευταίου διαστήματος η ΕΕ ενισχύει την καταστολή με θύματα και τους πρόσφυγες. Με αφορμή τα κυκλώματα των διακινητών - δουλεμπόρων (που επίσης δεν έπεσαν από τον ουρανό, αλλά είναι προφανές πως διαπλέκονται με συγκεκριμένα συμφέροντα με στόχο το κέρδος, έχουν «άκρες» σε τμήματα του κεφαλαίου και σε αστικά κράτη) είναι ορατή ήδη μια προσπάθεια να κατασταλεί συνολικά η μαζική προσφυγιά.

Μπροστά στις τραγωδίες που εξελίσσονται καθημερινά στα νερά του Αιγαίου ο λαός μας εκφράζει με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη του κι αυτό πρέπει να συνεχιστεί. Ομως, πέρα από την αλληλεγγύη χρειάζεται να εκφράσει πριν απ' όλα και κυρίως την αντίθεση στην αιτία, στον πραγματικό εχθρό, τον ιμπεριαλισμό, τους μονοπωλιακούς ομίλους και τις επιδιώξεις τους. 

Ιστορικά, τα κύματα της προσφυγιάς ποτέ δεν δημιουργήθηκαν στο κενό. Εμφανίζονταν πριν ή μετά από κάθε πόλεμο. 

Και στη Συρία σήμερα έχουμε πόλεμο, στον οποίο κάθε δύναμη μετέχει αναλόγως, με την ελληνική κυβέρνηση να διεκδικεί μεγαλύτερη μερίδα συμμετοχής για λογαριασμό της αστικής τάξης. 

Οι τελευταίες αποφάσεις της ΕΕ, που μπορεί να οδηγήσουν σε εγκλωβισμό μεγάλου αριθμού προσφύγων στη χώρα μας, απαιτούν επαγρύπνηση από το λαϊκό κίνημα ώστε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποφασιστικά ζητήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού, αλλά και να προβληθούν αιτήματα που ικανοποιούν την ανάγκη των ίδιων των προσφύγων για ασφαλή διέλευση και μεταφορά στους προορισμούς που οι ίδιοι επιλέγουν. Ριζοσπάστης 3/11/'15

«Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!»
Του Νίκου Μπογιόπουλου

«Πατρίδα»

«Εθνος»

«Ελληνες»

«Ελλάδα»

Δεν υπάρχει δήλωση, διάγγελμα, συνέντευξη κυβερνητικού παράγοντα, δεν υπάρχει δημόσια εμφάνιση εκπροσώπου του ΣΕΒ, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών, των εργολάβων, δεν υπάρχει τηλεοπτική παράσταση ή άρθρο από κάποιο παπαγαλάκι και «δημοσιογραφικό» βαποράκι όλων των προηγούμενων, που εδώ και δυο χρόνια να μην περιέχει όλες μαζί ή κάποια από αυτές τις λέξεις.

*

Οσα κάνουν, λοιπόν, τα κάνουν για την «πατρίδα».

Οσα αποφάσισαν προχτές στις Βρυξέλλες τα κάνουν για το «έθνος».

Τα PSI και τα μνημόνια γίνονται για το καλό της «Ελλάδας».

Οι μειώσεις μισθών και τα εργασιακά απαρτχάιντ γίνονται από αγάπη για τους «Ελληνες».

Παρεμπιπτόντως, όχι μόνο εκτός, αλλά και εντός των συνόρων, δε θα βρεις κανέναν από δαύτους να διαφωνεί ότι... «Είμαστε όλοι Ελληνες».

*

Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία, που συνθέτουν την εν λόγω κομπανία, είναι ότι στην πρώτη σειρά τούτης της «πατριωτικής» πασαρέλας έχουν πιάσει στασίδι όλοι αυτοί που μέχρι πρότινος έβγαζαν αφρούς στο άκουσμα «παρωχημένων» εννοιών όπως «πατρίδα» κ.ο.κ.

Ο κοσμοπολιτισμός τους, βλέπετε, και η «παγκοσμιοποίησή τους» δεν το άντεχαν...

*

Τώρα, αυτού του τύπου οι «διεθνιστές»,

που πατρίδα τους έχουν τις «αγορές», τις «Γουόλ Στριτ», τις ανά τις ηπείρους στέπες της εργασιακής εκμετάλλευσης όπου εξάγουν τα κεφάλαιά τους, τις θάλασσες της απεραντοσύνης με τις παναμέζικες σημαίες στα πλοία τους, τα «δεν έχουμε ταμπού στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΕΕ» και τα «σχέδια Ανάν»,

το έχουν γυρίσει το φύλλο:

Τώρα επιδίδονται στην... πατριδογνωσία, στην... εθνολαγνεία και επιδεικνύουν με καμάρι την... ελληνικότητά τους.

Γιατί άραγε;...

*

Κατ' αρχάς, θα προτείναμε και στον τελευταίο Ελληνα της δουλειάς και του μόχθου, και στον τελευταίο Ελληνα του γλίσχρου μεροκάματου και της ανεργίας να κάνει μια σύγκριση:

Να συγκρίνει την... ελληνικότητα τη δική του με την ελληνικότητα των Ελλήνων μεγαλοκαταθετών της Ελβετίας. Πιστεύει ότι αυτές οι «ελληνικότητες» έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους;...

*

Επομένως, ναι μεν «είμαστε όλοι Ελληνες», αλλά βασικότερο από αυτό είναι ότι υπάρχει «Ελληνας» κι «Ελληνας».

Οπως, αντιστοίχως, υπάρχει «Γερμανός» και «Γερμανός» (άλλος Γερμανός αυτός που συνωστίζεται στο 16% των απόκληρων της Γερμανίας κι άλλος Γερμανός αυτός που διοικεί τη «Ζήμενς»)...

Οπως, αντιστοίχως, υπάρχει «Αμερικανός» κι «Αμερικανός»(άλλος Αμερικανός αυτός που συνωστίζεται στις ουρές των 50 εκατομμυρίων κατοίκων των ΗΠΑ που ζουν με συσσίτια κι άλλος Αμερικανός ο κατέχων την «Γκόλντμαν Σακς»)...

Με άλλα λόγια, η πείνα, η φτώχεια και η ανασφάλεια έχουν τόση εθνικότητα, όση ακριβώς εθνικότητα έχει κι ο πλούτος που παράγεται πάνω στην αντίθεση κεφάλαιο - εργασία και υπεξαιρείται από την ανά τη Γη πλουτοκρατία.

*

Ως εκ τούτου, και για να πάμε στο δεύτερο ζήτημα, στο ζήτημα του «έθνους», είναι φανερό πως είτε μιλάμε για την Ελλάδα, είτε για τη Γερμανία, είτε για την Ταγκανίκα, το κάθε έθνος περιλαμβάνει στο εσωτερικό του

δύο έθνη:

Το ένα «έθνος» είναι μια κάστα βιομηχάνων, τραπεζιτών, εφοπλιστών και των κάθε λογής άπληστων της τάξης των καπιταλιστών, που βαφτίζει το στυγνό, το στενό, το ιδιοτελές, το βουλιμικό, το αποκρουστικό και απάνθρωπο ταξικό του συμφέρον σαν «συμφέρον όλου του Εθνους»!

*

Αλλά αυτό το «εθνικό συμφέρον» για το οποίο μιλούν δεν είναι παρά η επιβολή και αναπαραγωγή ενός αναίσχυντου κοινωνικού απαρτχάιντ, πίσω από το οποίο εννοείται ένα και μόνο συμφέρον:

Το συμφέρον ενός «έθνους» που το απαρτίζει μια οικτρή μειοψηφία, η οποία στέκεται πάνω από χώρες και από πατρίδες.

Πρόκειται, δηλαδή, για το συμφέρον του «έθνους» των Ελλήνων εκμεταλλευτών, που έχουν συστήσει μια διαρκή «Ιερή Συμμαχία» με τα αντίστοιχα «έθνη» των Γερμανών, Αγγλων, Γάλλων και Πορτογάλων κεφαλαιούχων.

*

Αυτή η «Ιερή Συμμαχία» συνιστά το ένα «έθνος» ανά τις χώρες του πλανήτη και στον πλανήτη ολόκληρο και όσο αδυσώπητοι κι αν είναι οι εσωτερικοί του ανταγωνισμοί, τόσο ενωμένο και ανελέητο στρέφεται εναντίον του άλλου «έθνους»:

Του «έθνους» που επίσης απλώνεται ανά τις χώρες του πλανήτη και στον πλανήτη ολόκληρο,

το «έθνος» των προλετάριων.

*

Η καπιταλιστική κοινωνία, λοιπόν, κάθε ταξική κοινωνία, είναι συγκροτημένη με τρόπο που χωρίζει την Ελλάδα σε «δύο Ελλάδες», τη Γερμανία σε «δύο Γερμανίες», την Αμερική σε «δύο Αμερικές»

και διαπερνιέται από την ανειρήνευτη αντίθεση ανάμεσα στα δύο αυτά «έθνη» που απαρτίζουν τις «δύο Ελλάδες», τις «δύο Γερμανίες», τις «δύο Αμερικές»:

Από τη μια, το «έθνος» των αστών κι από την άλλη το «έθνος» των εργατών.

Καμία κοινότητα συμφερόντων δεν υπάρχει, και δε θα υπάρξει ποτέ, ανάμεσα σε αυτά τα δύο «έθνη». Καμία «εθνική συναίνεση», όπως την ευαγγελίζεται - πάντα - το «έθνος» των καταπιεστών δεν ωφέλησε ποτέ και πουθενά το «έθνος» των καταπιεσμένων.

*

Να, επομένως, γιατί ο «πατριωτισμός» των αστών (που κλέβουν όλα τα γεννήματα) δεν έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό των εργατών, αφού στην περίπτωση των εργατών

πατριωτισμός είναι το δικαίωμα στη δουλειά και όχι το δικαίωμα στην απόλυση,

πατριωτισμός είναι η ικανοποίηση όλων των ανθρώπινων αναγκών και όχι η εκμετάλλευση της ανθρώπινης ανάγκης,

πατριωτισμός είναι μια κοινωνία σε μια πατρίδα που θα έχει απ' όλα για όλους και όχι μια πατρίδα που θα έχει απ' όλα για τους λίγους, τους κηφήνες και τους σφετεριστές του μόχθου των πολλών.

*

Να, λοιπόν, με ποια έννοια η απάντηση σε όσους απειλούν το λαό με τα πατριδοκάπηλα κηρύγματα

είναι ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»,

να, επομένως, το γιατί από τους εργάτες «δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν», αφού ήδη τους το έχουν στερήσει οι «πατριώτες» εκμεταλλευτές τους..

Και να, φυσικά, το γιατί

«μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (σ.σ.: στην αγγλική έκδοση του 1888 στο σημείο αυτό γράφει: «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»), να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».1

*

Κι επειδή η Ιστορία είναι αμείλικτη, όσον αφορά το γεγονός ότι όποτε η κοινωνία τράβηξε στο δρόμο που υπαγόρευσε ο αστικός «πατριωτισμός» του «έθνους» των αστών, το αποτέλεσμα ήταν πισωγύρισμα και ανθρωπιστική καταστροφή, σαν αυτή που βιώνει σήμερα η Ελλάδα,

να, τελικά, το γιατί

«η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ' όλα με τη δική του αστική τάξη».2

***

1. «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 44.

2. Ο.π., σελ. 34.

Ριζοσπάστης: 23/02/2012



Εργασιακές και κοινωνικές κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ


Με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού τον 20ό αιώνα, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως της εργασίας, της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης και Παιδείας, της παροχής φθηνών υπηρεσιών από το κράτος, της κατοικίας, της πρόσβασης στις πνευματικές και πολιτιστικές αξίες, έγιναν κτήμα των προλεταρίων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη Σοβιετική Ενωση. 
Και όλα αυτά χάρις στις ενδογενείς δυνατότητες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ολα τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα η εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα σε σχέση με τους όρους της ζωής τους στον καπιταλισμό, επειδή ή παραμένουν άλυτα ή αφαιρούνται από τους κεφαλαιοκράτες, ήταν άγνωστα στο σοσιαλισμό, αφού αποτελούσε πρώτιστο ζήτημα, θεμελιώδη νόμο της συγκεκριμένης κοινωνίας, που ήταν η κάλυψη των ολοένα αυξανόμενων αναγκών των ανθρώπων. Μια ιστορική αναδρομή στις κατακτήσεις των ανθρώπων του μόχθου στην ΕΣΣΔ, αποκαλύπτει τα πλεονεκτήματα και την ανωτερότητα, για τους άμεσους παραγωγούς του πλούτου, του σοσιαλισμού.
Ο χρόνος εργασίας
Ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος ήταν σταθερός. Οι «Αρχές της νομοθεσίας της ΕΣΣΔ και των Ενωσιακών Δημοκρατιών για την εργασία» προέβλεπαν ότι η διάρκεια του εργάσιμου χρόνου των εργατοϋπαλλήλων στις επιχειρήσεις, τα ιδρύματα και οργανώσεις, δεν μπορεί να ξεπερνά τις 41 ώρες τη βδομάδα. Για τους εργατοϋπαλλήλους ηλικίας 16-18 χρόνων είχε καθιερωθεί μειωμένη εργάσιμη βδομάδα 36 ωρών, για τους εργατοϋπαλλήλους 15-16 χρόνων εργάσιμη βδομάδα 24 ωρών και για όσους δούλευαν σε ανθυγιεινές εργασίες εργάσιμη βδομάδα μέχρι 36 ώρες. 
Μειωμένη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου είχε καθιερωθεί επίσης για τους δασκάλους, τους γιατρούς και μερικές άλλες ειδικότητες. Για τη νυχτερινή εργασία (από τις 10 το βράδυ έως τις 6 το πρωί) η διάρκεια της δουλιάς ήταν μειωμένη κατά μία ώρα. Η καθιερωμένη μέση διάρκεια της εργάσιμης βδομάδας των ενήλικων εργατών στη βιομηχανία έφτασε τις 40,7 ώρες το 1976, από 47,8 ώρες το 1955 (58,5 ώρες το 1913) (στοιχεία έως το 1976).

Σε όλους τους εργαζόμενους εξασφαλίζονταν μέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιες άδειες με αποδοχές. Η εργάσιμη βδομάδα στη Σοβιετική Ενωση ήταν μια από τις μικρότερες στον κόσμο. Αλλαξε και το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου. Για την αξιοποίησή του, η λαϊκή εξουσία είχε δημιουργήσει και τις ανάλογες προϋποθέσεις, όπως αναπαυτήρια, δίκτυο πολιτιστικών, ενημερωτικών και υγειονομικών ιδρυμάτων.
Καθολική δημόσια υποχρεωτική Κοινωνική Ασφάλιση
Η Κοινωνική Ασφάλιση, προεπαναστατικά στη Ρωσία κάλυπτε μόνο 2 από τα 11 εκατομμύρια των ατόμων της μισθωτής εργασίας. Οι βασικές συνδρομές, μάλιστα, στο Ταμείο των κοινωνικών ασφαλίσεων γίνονταν από τους ίδιους τους εργάτες (κατά τα 3/5).
Στην ΕΣΣΔ, πριν την ανατροπή του σοσιαλισμού, η Κοινωνική Ασφάλιση (που κάλυπτε όλους τους εργαζόμενους και τα μέλη των οικογενειών τους) ήταν καθολική, χωρίς εισφορές από το μισθό των εργαζομένων. Οι εισφορές προέρχονταν από τα κονδύλια των επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κολχόζ και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Υπήρχαν οι συντάξεις για γηρατειά, για αναπηρία, και λόγω απώλειας του προστάτη της οικογένειας. Το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση, λόγω γηρατειών, για τους άνδρες ήταν τα 60 χρόνια, για τις γυναίκες τα 55 χρόνια. Οι εργάτες και υπάλληλοι που απασχολούνταν σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες, έπαιρναν σύνταξη στα 50 χρόνια ηλικίας οι άνδρες και στα 45 οι γυναίκες. Συμπληρωματικά ευεργετήματα, τόσο ως προς την ηλικία όσο και ως προς τα χρόνια υπηρεσίας, παρέχονταν κατά τη συνταξιοδότηση των γυναικών που γέννησαν από 5 παιδιά και πάνω και τα μεγάλωσαν ως τα 8 τους χρόνια.
Υγιεινή και Ασφάλεια

Η προστασία της δουλιάς, όπως και η προστασία του περιβάλλοντος, συγκαταλέγονταν στα προβλήματα, όπου τα οικονομικά ζητήματα διαπλέκονται στενά με τα ζητήματα της κοινωνικής πολιτικής. Μόνο το πρώτο μισό της δεκαετίας του '80, μειώθηκαν κατά 20% τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες. Αν οι συνδικαλιστικές επιτροπές των επιχειρήσεων είχαν δικαίωμα να προβάλλουν «βέτο» στις αποφάσεις της διεύθυνσης για απολύσεις, η επιθεώρηση κάθε κλαδικού συνδικάτου δικαιούνταν να αναστείλει τη λειτουργία τμήματος ή ακόμα και εργοστασίου, όπου δεν τηρούνταν οι κανονισμοί της ασφάλειας και προστασίας της δουλιάς. (Στοιχεία από την μπροσούρα για τα 70χρονα της σοβιετικής εξουσίας).
Ιδιαίτερη φροντίδα για την εργαζόμενη γυναίκα και το παιδί

Η σοσιαλιστική εξουσία έθεσε τις βάσεις για την κατάργηση της καταπίεσης της γυναίκας. Το σοβιετικό κράτος πάντοτε θεωρούσε σαν ένα από τα βασικά του καθήκοντα την προστασία της μητέρας και του παιδιού και την εξασφάλιση στη γυναίκα εκείνων των συνθηκών, που θα της επιτρέπουν να συνδυάζει την παραγωγική και κοινωνική δραστηριότητα, με τη μητρότητα και την ανατροφή των παιδιών της. 
Η εργατική νομοθεσία προέβλεπε την εξασφάλιση της εργασίας των γυναικών, ιδιαίτερα στην περίοδο της εγκυμοσύνης. Οι έγκυες απαλλάσσονταν από τις υπερωρίες και τη νυχτερινή εργασία και μετατίθονταν σε πιο ελαφριές δουλιές. Στη γυναίκα χορηγούνταν πληρωμένη άδεια εγκυμοσύνης και τοκετού για 112 ημέρες (56 ημέρες πριν και 56 μετά τον τοκετό). 
Σε περίπτωση που κάποια γεννούσε δύο ή και περισσότερα παιδιά, ή σε περίπτωση επιπλοκών στον τοκετό, η άδεια μετά τον τοκετό αυξανόταν έως 70 μέρες. Ο κρατικός προϋπολογισμός προέβλεπε κονδύλια, που το ύψος τους συνεχώς αυξανόταν, για την καταβολή επιδόματος στις μητέρες για τη θεραπεία των παιδιών. Το 1975, σε σύγκριση με το 1940, είχαν αυξηθεί κατά 14 φορές, ενώ τα έξοδα για τη φροντίδα των παιδιών στα βρεφοκομεία, στους παιδικούς σταθμούς, στις κατασκηνώσεις και σε άλλα ιδρύματα εξωσχολικής απασχόλησης είχαν αυξηθεί περισσότερο από 13 φορές.
Στην προεπαναστατική Ρωσία υπήρχαν 7.500 κλίνες για τις έγκυες και τις λεχώνες, ενώ το 1913 μόνο το 5% των παιδιών γεννιόνταν σε νοσοκομείο. Η βοήθεια στις επιτόκους παρεχόταν κυρίως από τις πρακτικές μαμές. Στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, οργανώθηκε δίκτυο ιατρείων για την παρακολούθηση των γυναικών στα μαιευτήρια και τα γυναικολογικά τμήματα των νοσοκομείων. Παρόμοιο δίκτυο λειτουργούσε στα χωριά και στα κολχόζ. Το πρόβλημα της εξασφάλισης νοσοκομειακής περίθαλψης κατά τον τοκετό για όλες τις γυναίκες είχε λυθεί ολοκληρωτικά.
Σχετικά με τη βοήθεια για την ανατροφή των παιδιών: Στην προεπαναστατική Ρωσία, ουσιαστικά, δεν υπήρχε τέτοια βοήθεια. Μόνο το 20% των εργαζόμενων γυναικών μπορούσαν να υπολογίζουν, για παράδειγμα, σε κάποιο επίδομα εγκυμοσύνης. Οσο για την έννοια «παιδικά προσχολικά ιδρύματα», ήταν σχεδόν άγνωστη. Το 1914, σε ολόκληρη την τεράστια ρωσική αυτοκρατορία υπήρχαν μόνον 150 παιδικοί σταθμοί.
Το 1987 πάνω από 16 εκατομμύρια Σοβιετικά παιδιά πήγαιναν σε 140 χιλιάδες παιδικούς σταθμούς. Το κράτος κάλυπτε τα 4/5 των εξόδων συντήρησής τους: Το ποσόν που πλήρωναν οι γονείς δεν κάλυπτε ούτε καν το κόστος διατροφής των παιδιών, ενώ ορισμένες οικογένειες - οι πολύτεκνες ή με χαμηλά εισοδήματα - απαλλάσσονταν από κάθε πληρωμή. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 3 χρόνων δικαιούνταν δωρεάν φάρμακα.
Στην προεπαναστατική Ρωσία, υπήρχαν 9 γυναικεία και παιδικά ιατρεία. Από τα 100 νεογέννητα παιδιά, τα 27 πέθαιναν προτού κλείσουν ένα χρόνο, ενώ τα μισά δεν έφθαναν ούτε τα 5 τους χρόνια. Το 1987, στην ΕΣΣΔ λειτουργούσε το κρατικό σύστημα προστασίας της μητέρας και του παιδιού, στο οποίο εντάσσονταν, ανάμεσα στ' άλλα, πάνω από 28 χιλιάδες γυναικεία ιατρεία και παιδικές πολυκλινικές.
Η οργάνωση της φροντίδας για τις έγκυες, περιλάμβανε στενή παρακολούθησή τους με εξετάσεις και ιατρικές συμβουλές και εξασφάλιση ειδικής ιατρικής βοήθειας κατά και μετά τον τοκετό, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η θνησιμότητα των μητέρων και των βρεφών. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της φροντίδας ήταν η αύξηση του αριθμού των μαιευτήρων και των γυναικολόγων, των παιδικών πολυκλινικών, του αριθμού των κλινών για τις έγκυες, τις λεχώνες και για εκείνες που πάσχουν από γυναικολογικές παθήσεις, καθώς και των ιατρείων που παρακολουθούν τις γυναίκες.
Το Σοβιετικό Κράτος έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα για την υγεία και την ανατροφή των παιδιών. Την προστασία της υγείας των παιδιών αναλάμβαναν τα ιδρύματα για τη θεραπεία και την πρόληψη παιδικών ασθενειών, τα νοσοκομεία παίδων, πολυκλινικές, παιδικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων, σανατόρια, βρεφικοί και παιδικοί σταθμοί, τμήματα σχολικής υγιεινής, υγειονομικοί σταθμοί κ.ά. Ο αριθμός των παιδιών σε μόνιμα παιδικά ιδρύματα αυξήθηκε, από 5.400 προεπαναστατικά, σε 11.523.000 το 1975, δηλαδή πάνω από 2.000 φορές. Βασικό ρόλο στην ιατρική περίθαλψη των παιδιών έπαιζαν οι παιδικές πολυκλινικές και τα εξωτερικά ιατρεία. Για πρώτη φορά στον κόσμο, καθιερώθηκε η γενική ιατρική παρακολούθηση των παιδιών από παιδιάτρους και μόνιμες νοσοκόμες.
Κρατικό υγειονομικό σύστημα
Το δωρεάν για όλους σύστημα υγείας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του σοσιαλισμού. Γίνεται ακόμα πιο σημαντικό, αν πάρουμε υπόψη την κατάσταση που επικρατούσε στον τομέα προστασίας της υγείας στην προεπαναστατική Ρωσία. Τότε σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν μόνον 20 χιλ. γιατροί. Στη Σοβιετική Ενωση, το 1987 υπήρχαν πάνω από 1,1 εκατομμύριο (ή το ένα τέταρτο όλων των γιατρών του κόσμου).
Στο 2ο πρόγραμμα του ΡΚΚ (μπολσεβίκοι), που ψηφίστηκε στο 8ο Συνέδριο το 1919, θέτει ως πρωταρχικά καθήκοντα την εξυγίανση των κατοικημένων χώρων, την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την υγειονομική προστασία των εστιατορίων, τη δημιουργία υγειονομικής νομοθεσίας κτλ.
Η μέση διάρκεια ζωής στην τσαρική Ρωσία ήταν 32 χρόνια. Μετά την επανάσταση, στα μέσα της δεκαετίας του '20, ανέβηκε μέχρι τα 44 χρόνια, και το 1987 έφτασε τα 69 χρόνια, δηλαδή στο επίπεδο των άλλων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. 
Ασφαλώς, και σ' αυτές τις χώρες, μεγάλωσε η διάρκεια ζωής τις δεκαετίες που πέρασαν, ήταν όμως διαφορετικός ο «δρόμος» που διανύθηκε από αυτές: Οι θάνατοι στην τσαρική Ρωσία ήταν διπλάσιοι από το τότε επίπεδο της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Και αν από τότε (σημείο υπολογισμού το 1913, που προηγήθηκε της έναρξης του Α` Παγκόσμιου Πολέμου) το επίπεδο των θανάτων στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 1,5 φορά και στην Αγγλία 1,2 φορά, στην ΕΣΣΔ μειώθηκε 3 φορές. Αναφορικά με τους θανάτους στο χώρο των παιδιών, στην ΕΣΣΔ μειώθηκαν 10 φορές.
Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν αρχικά η λύση του προβλήματος της υγείας στις πρώην περιφέρειες της τσαρικής Ρωσίας, όπου προεπαναστατικά δεν υπήρχε ουσιαστικά ιατρική περίθαλψη. Για παράδειγμα, ότι στο έδαφος του σημερινού Τατζικιστάν με ένα εκατομμύριο περίπου πληθυσμό, υπήρχαν 13 γιατροί (το 1987, 11,1 χιλιάδες) και στην Κιργιζία 15 (το 1987, 12,3 χιλιάδες). 
Από το 1965 έως το 1985, τα έξοδα του κράτους για την προστασία της υγείας και τη φυσική αγωγή είχαν αυξηθεί στην ΕΣΣΔ κατά 2,5 φορές κατά άτομο. Στα σοβιετικά νοσοκομεία, τα φάρμακα δίνονταν δωρεάν, όπως και στα παιδιά που θηλάζουν και σε περιπτώσεις ορισμένων παθήσεων (όπως είναι ο διαβήτης, π.χ.).
Σοσιαλισμός και μόρφωση
«Τόσο άγρια χώρα, όπου να λεηλατούνται η εκπαίδευση, η μόρφωση και οι γνώσεις από τις λαϊκές μάζες, δεν έμεινε πια καμία στην Ευρώπη, εκτός από τη Ρωσία». Ετσι περιγράφει ο Λένιν το 1913 την κατάσταση της Παιδείας στην προεπαναστατική Ρωσία. Περιγραφή, που θα ταίριαζε δυστυχώς και σήμερα και για τη σημερινή Ρωσία, όπως και για όλη την Ευρώπη πλέον, μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στις ανατολικές χώρες.
Ο μαζικός αναλφαβητισμός ήταν η «κληρονομιά» που άφησε η προεπαναστατική Ρωσία στη Σοβιετική Ενωση. Τρεις στους τέσσερις δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Πολλές εθνότητες δεν είχαν δική τους γραφή, ενώ περίπου τα 4/5 των παιδιών και των εφήβων δεν μπορούσαν να φοιτήσουν ούτε στα δημοτικά σχολεία. Ολες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης και ειδικά οι ανώτερες και οι ανώτατες ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των πλουσίων. Χαρακτηριστικά είναι τα ποσοστά των εγγράμματων στους Κιργίζιους (0,6%), στους Τουρκμένιους (0,7%), στους Ουζμπέκους (1,6%) και τους Καζάχους (2%).
Μετά την επανάσταση εφαρμόστηκε πολιτική γενικής, δωρεάν, υποχρεωτικής Παιδείας και για όλους. Στο 8ο Συνέδριο του ΡΚΚ (μπολσεβίκοι) το 1919, τέθηκε η πολιτική βάση της πανεξόρμησης για τη λαϊκή Παιδεία: Δημιουργία νέας σοσιαλιστικής λαϊκής Παιδείας και μετατροπή του σχολείου, από όπλο ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, σε όπλο για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Στα τέλη του 1917 με αρχές του 1918, αυξήθηκε απότομα ο μηνιαίος μισθός των δασκάλων. 
Η σημασία που έδιναν οι κομμουνιστές, και ιδιαίτερα ο Λένιν, για την Παιδεία του λαού αναδεικνύεται και από την επιστολή του Λένιν προς τον Στάλιν για τη μείωση του εξοπλιστικού προγράμματος του στόλου, προκειμένου να ενισχυθεί ο προϋπολογισμός του υπουργείου Παιδείας. Ολα αυτά, ενώ μαινόταν η ιμπεριαλιστική επίθεση κατά του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους. Ανοίγουν παντού σχολεία για ενήλικες και κέντρα εξάλειψη της αγραμματοσύνης. Εκδίδονται σε μεγάλα τιράζ και στις μητρικές γλώσσες αλφαβητάρια και εκπαιδευτικά βιβλία. 

Στον αγώνα με την αγραμματοσύνη συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, δάσκαλοι, φοιτητές, υπάλληλοι, μορφωμένοι εργάτες και αγρότες. Εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες κάθονταν στα θρανία τα βράδια μετά τη δουλιά. Ηδη, το 1928, είχαν μάθει γράμματα 7 εκατομμύρια περίπου ενήλικες. Από το 1920 έως το 1940, έμαθαν γράμματα 60 εκατομμύρια ενήλικες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1939, οι εγγράμματοι ηλικίας 9-49 ετών αποτελούσαν το 87,4%. Το 1959, η αγραμματοσύνη είχε νικηθεί ολοκληρωτικά.
Όλα τα σχολεία γενικής μόρφωσης άνοιξαν για όλο το λαό. Καθιερώθηκε η δωρεάν Παιδεία και η κοινή φοίτηση των δύο φύλων στα σχολεία, χωρίστηκε το σχολείο από την εκκλησία και η εκκλησία με τη σειρά της από το κράτος, απαγορεύτηκαν οι θρησκευτικές τελετές και η διδασκαλία οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος στα σχολεία και καταργήθηκαν οι σωματικές τιμωρίες.
Επίσης, κατακτήθηκε το δικαίωμα των εθνοτήτων να σπουδάζουν στη μητρική τους γλώσσα, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία του σοβιετικού συστήματος κοινωνικής προσχολικής διαπαιδαγώγησης, εκπονήθηκαν και εφαρμόστηκαν νέες αρχές εισαγωγής στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που πλέον άνοιξαν τις πόρτες τους στην εργατική τάξη και τους αγρότες. Μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία. 
Στο σχολικό έτος '40 - '41, ο αριθμός των μαθητών στην Τουρκμενία αυξήθηκε κατά 37 φορές σε σχέση με το σχολικό έτος 1914 - '15, στην Κιργιζία κατά 47 φορές, στο Ουζμπεκιστάν κατά 75 φορές και στο Τατζικιστάν κατά 854 φορές! Το '40 - '41 φοιτούσαν συνολικά 35,6 εκατομμύρια μαθητές, αντί των 9,7 εκατομμυρίων το 1915.
Το 1984, στη Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας (ΣΟΣΔΡ), δηλαδή στη Σοβιετική Ρωσία, υπήρχαν 81,8 χιλιάδες δημόσια ιδρύματα προσχολικής αγωγής, στα οποία πήγαιναν 9,2 εκατομμύρια παιδιά. Υπήρχαν 67,6 χιλιάδες δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσής της, στα οποία πήγαιναν 20.328.000 εκατομμύρια παιδιά. Υπήρχε κάλυψη 100% των παιδιών, σε 100% δημόσια σχολεία. Υπήρχαν επίσης 514 ΑΕΙ, στα οποία φοιτούσαν 2.824.500 φοιτητές. Υπήρχε κάλυψη των φοιτητών σε 100% δημόσια ΑΕΙ.
Το 1987, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν πάνω από 1,5 εκατ. επιστήμονες, ή το ένα τέταρτο του παγκόσμιου συνόλου τους. Σε μια σειρά σημαντικούς τομείς και κατευθύνσεις, η Σοβιετική Ενωση βρισκόταν στις πρώτες γραμμές: Η πυραυλική και πυρηνική τεχνική, οι τροχιακοί διαστημικοί σταθμοί, η κατευθυνόμενη θερμοπυρηνική σύνθεση, ο απευθείας μετασχηματισμός της ενέργειας (μαγνητο-υδροδυναμικές γεννήτριες), κρυογενής τεχνική, καταλύτες τεχνολογικών διαδικασιών, κατασκευή μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών, φραγμάτων, κλπ.
Η ΕΣΣΔ είχε τα πρωτεία σε ό,τι αφορά στον αριθμό των εφευρέσεων: Σ' αυτήν αναλογούσαν τα 20-25% των νέων τεχνικών λύσεων και επεξεργασιών που καταχωρούνται κάθε χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ριζοσπάστης

Ο Βαρουφάκης στο… Μπρεστ Λιτόφσκ!

Τις τελευταίες μέρες ακούμε και διαβάζουμε διάφορα τρισχαριτωμένα. Ένα από τα πιο τρισχαριτωμένα είναι και ο παραλληλισμός που γίνεται ανάμεσα στην υπογραφή που έβαλε την περασμένη Παρασκευή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ στο «Eurogroup» με την υπογραφή του… Λένιν και των Μπολσεβίκων στην συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918…
    Η κυβέρνηση – λέγεται από κάποιους εμβριθείς ιστοριοδίφες – στις διαπραγματεύσεις της με τους «εταίρους» έκανε μια τακτική κίνηση. Αντίστοιχη εκείνης που έκανε τότε ο Λένιν, που αποδέχτηκε την ετεροβαρή συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ ώστε να υπηρετήσει καλύτερα την στρατηγική του. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αποφαίνονται…
    Σχόλιο πρώτο: Τι λέτε ορέ λεβέντες!
    Σχόλιο δεύτερο: Καθότι τέτοιου είδους αναγωγές θυμίζουν εκείνο το «η Παξινού και η Ανουσάκη τσακώνονταν για τον ίδιο ρόλο» και επειδή το «μέτρον άριστον» διατηρεί πάντα την ισχύ του, θα μας επιτραπεί – με το συμπάθιο κιόλας – να υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα:
    α)  Ο Λένιν - απ’ όσο γνωρίζουμε – ήταν κομμουνιστής. Δεν ήταν φορέας της«ήπιας σοσιαλδημοκρατίας», όπως ο υπουργός κ.Κατρούγκαλος περιέγραψε προχτές (στον «Real Fm») την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οπαδός του«μετριοπαθούς κεινσιανισμού», όπως έχει αποκαλέσει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ο βουλευτής του κόμματος κ.Λαπαβίτσας.
    β) Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι τον Οκτώβρη του 1917 ηγήθηκαν μιας κοινωνικής επανάστασης με πρόγραμμα και στόχο την ανατροπή όλων των ταξικών δεσμών της παλιάς κοινωνίας και όχι για την μετονομασία αυτών των δεσμών σε «θεσμούς». Οι διαφορές με τα τεκταινόμενα πριν και μετά τις εκλογές της 25ης Γενάρη στην Ελλάδα είναι – νομίζουμε – ευδιάκριτες…  
    Από εκεί και πέρα, όποιος ανακαλεί στη μνήμη του τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ για να κάνει αναγωγές (!) στο σήμερα, θα πρέπει να είναι ιστορικά ακριβής και πολιτικά τίμιος.
    Για παράδειγμα: Όταν το νεαρό τότε Σοβιετικό κράτος υπέγραψε την συμφωνία με τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, ο Λένιν δεν βγήκε να μιλήσει για «φίλους», για «εταίρους» και για «συμμάχους». Βγήκε στο λαό και μίλησε για «ιμπεριαλιστές» και για «ληστές».
    Δεν μίλησε για «νίκη» ή για «θρίαμβο» ή για ευτυχή «διαπραγμάτευση».Μίλησε ευθέως στο λαό για εκβιασμό, για ετεροβαρή και καταναγκαστική συμφωνία, στην οποία υποχρεώθηκε το Σοβιετικό κράτος ώστε να περιφρουρήσει το κύριο εκείνης της στιγμής. Και το κύριο εκείνης της στιγμής ήταν να μην στραγγαλιστεί από τα στρατεύματα των Γερμανών η πορεία του ρώσικου λαού προς το σοσιαλισμό. Το κύριο εκείνης της στιγμής ήταν η διαφύλαξη της Επανάστασης ώστε με την ενδυνάμωση του Σοβιετικού κράτους να καταργηθεί και η συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ όπως και άρχισε να συμβαίνει μετά το 1922.
    Αν επιμένουν κάποιοι να συνεχίζουν να ανακαλύπτουν «αναλογίες» της Ελλάδας του σήμερα με το Σοβιετικό κράτος του τότε, να τους υπενθυμίσουμε ακόμα μερικά στοιχεία, που εξηγούν περαιτέρω γιατί ο Λένιν υπέγραψε την συνθήκη και τι υπέρτερο είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό.
    Την υπέγραψε, λοιπόν, διότι:
1)   Πριν από την συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (3 Μάρτη 1918) η σοβιετική εξουσία είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για την Ειρήνη (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) με το οποίο έβγαζε τη Ρωσία έξω από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και έξω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είχε υπογράψει, δηλαδή, κανένα κείμενο με το οποίο να αναγνωρίζει την παραμονή της Ρωσίας σε κανένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» με τους ιμπεριαλιστές ούτε κανένα κείμενο που έθετε την εσωτερική πολιτική στη Ρωσία υπό την «αξιολόγηση», την «εποπτεία»και την «επιτήρηση» των ιμπεριαλιστών.    
2)   Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για τη Γη με το οποίο καταργήθηκε – χωρίς καμία αποζημίωση - η ιδιοκτησία της γης από τους τσιφλικάδες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκρατορικής και της μοναστηριακής. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει τίποτα που να μιλά για επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων ή για την συνέχιση της παρουσίας τηςCosco στον Πειραιά, όπως ακούσαμε από τον κ.Τσίπρα προχτές…
3)   Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Νομοσχέδιο για τον Εργατικό έλεγχο στις  βιομηχανικές, εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.
4)   Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 14 Δεκέμβρη 1917) τον νόμο για την Εθνικοποίηση των Τραπεζών. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει κανένα κείμενο που να λέει ότι οι τραπεζίτες θα συνέχιζαν να είναι ιδιοκτήτες τραπεζών που θα συνέχιζαν να ανακεφαλαιοποιούνται με λεφτά του λαού…
5)   Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 18 Γενάρη 1918) την Εθνικοποίηση του εμπορικού στόλου.
6)   Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 9 Γενάρη 1918) το Διάταγμα Ακύρωσης όλων των Εσωτερικών και Εξωτερικών Δανείων που είχε υπογράψει η τσαρική και η προηγούμενη αστική κυβέρνηση. Αρνήθηκε, δηλαδή, να πληρώνει εγχώριους και ξένους κλέφτες, ληστές, κερδοσκόπους και τοκογλύφους, τους είπε αν θεωρούν πως έχουν λαμβάνειν να πάνε να τα πάρουν από εκείνους που τα είχαν ξεκοκαλίσει και όχι από το ρώσικο λαό, και φυσικά ουδέποτε υπέγραψε κείμενο όπως αυτό που υπέγραψε ο κ.Βαρουφάκης στο «Eurogroup», στο οποίο διαβάζουμε: «Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτητη δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα»…
    Αυτά είναι μερικά απ’ όσα είχαν προηγηθεί της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ. Αυτά είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό ο Λένιν.
    Αλήθεια, όσοι αναζητούν στην συμφωνία του… Μπρεστ κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τις δικές τους υπογραφές στις Βρυξέλλες τι ακριβώς μας λένε; Ότι η σημερινή κυβέρνηση βάζει υπογραφές στα «Eurogroup» για να εφαρμόσει κάτι - έστω και ένα - από αυτά που εφάρμοσε ο Λένιν; Θα είχε πολύ ενδιαφέρον…
                                                         ***
Υστερόγραφο: Ανάμεσα στα άλλα, στη «λίστα των μεταρρυθμίσεων» που έστειλε χτες η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες, η οποία και έγινε δεκτή από τους εταίρους της, διαβάζουμε ότι:
    α) «Οι ελληνικές αρχές θα δεσμευτούν ότι δεν θα καταργήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ολοκληρωθεί» όπως και εκείνες τις ιδιωτικοποιήσεις για τις οποίες «ο διαγωνισμός έχει προκυρηχτεί», β) η ελληνική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση «μέσω ιδιαίτερα στοχευμένων μη χρηματικών μέσων (π.χ. κουπόνια τροφίμων)» και με «πρόγραμμα κουπονιών σίτισης»…
    Παρατήρηση: Αν σαν «διαφύλαξη» του δημόσιου πλούτου συνεχίζουν να λογίζονται οι ιδιωτικοποιήσεις και εάν η εθνική κυριαρχία και η λαϊκή ανάταση περνάει μέσα από τα «κουπόνια σίτισης», ε τότε μάλλον κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο και της… «αριστερής» Δανιμαρκίας.  25/02/15 Του Νίκου Μπογιόπουλου από το: enikos

Αρχείο παλαιότερων δημοσιεύσεων:
http://adanaklasi.blogspot.gr/2014/11/blog-post_2.html